φιλομαθής

φιλομαθής
-ές, ΜΑ
επιρρεπής στα πάθη, στις σαρκικές επιθυμίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -παθής (< πάθος), πρβλ. πολυ-παθής].
————————
-ές, ΝΜΑ
αυτός που τού αρέσει η μάθηση, η απόκτηση γνώσεων
αρχ.
1. (με γεν. πράγματος) αυτός που επιδιώκει να μάθει κάτι
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλομαθές
η φιλομάθεια.
επίρρ...
φιλομαθῶς Μ
με φιλομάθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -μαθής (< μάθος, τὸ «μάθηση, γνώση» < μανθάνω), πρβλ. χρηστο-μαθής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φιλομαθής — fond of learning masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλομαθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που αγαπάει τη μάθηση, που επιδιώκει την απόκτηση όσο γίνεται περισσότερων γνώσεων, ο φιλόμουσος: Διαβάζει πολύ είναι φιλομαθής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλομαθῆ — φιλομαθής fond of learning neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) φιλομαθής fond of learning masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) φιλομαθής fond of learning masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλομαθέστερον — φιλομαθής fond of learning adverbial comp φιλομαθής fond of learning masc acc comp sg φιλομαθής fond of learning neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλομαθεστάτω — φιλομαθής fond of learning masc/neut nom/voc/acc superl dual φιλομαθής fond of learning masc/neut gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλομαθεστάτων — φιλομαθής fond of learning fem gen superl pl φιλομαθής fond of learning masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλομαθεστέρων — φιλομαθής fond of learning fem gen comp pl φιλομαθής fond of learning masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλομαθές — φιλομαθής fond of learning masc/fem voc sg φιλομαθής fond of learning neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλομαθέστατα — φιλομαθής fond of learning adverbial superl φιλομαθής fond of learning neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλομαθέστατον — φιλομαθής fond of learning masc acc superl sg φιλομαθής fond of learning neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”