φιλομαθής — fond of learning masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλομαθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που αγαπάει τη μάθηση, που επιδιώκει την απόκτηση όσο γίνεται περισσότερων γνώσεων, ο φιλόμουσος: Διαβάζει πολύ είναι φιλομαθής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλομαθῆ — φιλομαθής fond of learning neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) φιλομαθής fond of learning masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) φιλομαθής fond of learning masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλομαθέστερον — φιλομαθής fond of learning adverbial comp φιλομαθής fond of learning masc acc comp sg φιλομαθής fond of learning neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλομαθεστάτω — φιλομαθής fond of learning masc/neut nom/voc/acc superl dual φιλομαθής fond of learning masc/neut gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλομαθεστάτων — φιλομαθής fond of learning fem gen superl pl φιλομαθής fond of learning masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλομαθεστέρων — φιλομαθής fond of learning fem gen comp pl φιλομαθής fond of learning masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλομαθές — φιλομαθής fond of learning masc/fem voc sg φιλομαθής fond of learning neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλομαθέστατα — φιλομαθής fond of learning adverbial superl φιλομαθής fond of learning neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλομαθέστατον — φιλομαθής fond of learning masc acc superl sg φιλομαθής fond of learning neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)